G1305 διατροφή ディアトリふェー diatrophē {dee-at-rof-ay‘} 衣食
〔品詞〕名詞、女性形
〔語源〕「δια通して、完全に」+「τροφή食物、栄養、養い」
〔意味〕生活を支えるもの、生計、衣食、食料
〔使用頻度〕1回
≪新約聖書使用聖句索引διατροφή≫
διατροφή (1回) Ⅰテモテ6:8
Ⅰテモテ6:8
ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα.
口語訳聖書
ただ衣食(διατροφή)があれば、それで足れりとすべきである。