G1232 διαγνωρίζω ディアグノーリゾー diagnōrizō {dee-ag-no-rid‘-zo} くわしく知らせる
〔品詞〕動詞
〔語源〕「δια通して、完全に」「γνωρίζω認識する、知る」
〔意味〕「くわしく知らせる、すみずみまで知らせる
〔使用頻度〕1回
≪新約聖書使用聖句索引διαγνωρίζω≫
διαγνωρίζω (1回) ルカ2:17異
ルカ2:17
ἰδόντες δὲ ἐγνώρισαν περὶ τοῦ ῥήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου.
ιδοντες δεδιεγνωρισανπερι του ρηματος του λαληθεντος αυτοις περι του παιδιου τουτου
口語訳聖書
彼らに会った上で、この子について自分たちに告げ知らされた事を、人々に伝えた(διαγνωρίζω)。