G1157 δανειστής ダネイㇲテーㇲ daneistēs {dan-ice-tace‘} 金貸し
〔品詞〕名詞、男性形
〔語源〕「δανείζω金を貸す」G1155
〔意味〕金貸し、貸主、債主
〔使用頻度〕1回
≪新約聖書使用聖句索引δανειστής≫
δανειστής (1回) ルカ7:41
ルカ7:41
δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανιστῇ τινι ὁ εἷς ὤφειλεν δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα.
口語訳聖書
イエスが言われた、「ある金貸し(δανειστής)に金をかりた人がふたりいたが、ひとりは五百デナリ、もうひとりは五十デナリを借りていた。